θεμελιώδης

θεμελιώδης
ης, ες основной, фундаментальный, коренной;

θεμελιώδης νόμος — основной закон;

οι θεμελιώδεις αρχές — основные принципы


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "θεμελιώδης" в других словарях:

  • θεμελιώδης — ες (κυριολ. και μτφ.) αυτός που χρησιμεύει ως θεμέλιο, ως βάση, βασικός, ουσιώδης, θεμελιακός («θεμελιώδης κανόνας»). επίρρ... θεμελιωδώς με θεμελιώδη τρόπο, με βασικό τρόπο, βασικά, ουσιαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεμέλιο + καταλ. ώδης* (πρβλ. ευ ώδης …   Dictionary of Greek

  • θεμελιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, βασικός, θεμελιακός, πρωταρχικός: Θεμελιώδης σημασία. – Θεμελιώδες φυσικό φαινόμενο. – Θεμελιώδεις αρχές της νόησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεμελιώδης κατάσταση — Η κατάσταση ενός φυσικού συστήματος στη χαμηλότερη ενεργειακή του στάθμη, η οποία αντιστοιχεί στη χαμηλότερη ενέργεια. Για παράδειγμα, όταν το ηλεκτρόνιο σε ένα άτομο υδρογόνου, κατά το πρότυπο του Βοhr, βρίσκεται στην τροχιά με τη μικρότερη… …   Dictionary of Greek

  • επαλληλία — Θεμελιώδης αρχή της φυσικής, σύμφωνα με την οποία δύο ή περισσότερες ταλαντώσεις ή κύματα μπορούν να διαδοθούν στον ίδιο χώρο, το ένα ανεξάρτητα από το άλλο και να δώσουν μία μόνο συνισταμένη ταλάντωση ή κύμα. Το γεγονός ότι τα κύματα δρουν… …   Dictionary of Greek

  • κοινοβουλευτισμός — Θεμελιώδης αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι η προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Κατά το Σύνταγμα θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ του… …   Dictionary of Greek

  • νίτρωση — θεμελιώδης εργασία στην οργανική χημική βιομηχανία, η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας νιτρομάδας ( NOj) σε αντικατάσταση ενός ατόμου οργανικού υδρογόνου. Η δραστικότητα κατά τη ν. ποικίλλει ανάλογα με τη φύση των ενώσεων· μερικές ουσίες, όπως …   Dictionary of Greek

  • απροσδιοριστίας, αρχή της- — Θεμελιώδης αρχή της κβαντικής μηχανικής, που τη διατύπωσε ο Χάιζενμπεργκ το 1927, σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε με αυθαίρετη ακρίβεια, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, τη θέση και την ταχύτητα των σωματίων και προκειμένου… …   Dictionary of Greek

  • δεδηλωμένης, αρχή της- — Θεμελιώδης αρχή του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία ο σχηματισμός κυβέρνησης ανατίθεται στον αρχηγό του κόμματος που έχει τη δεδηλωμένη πλειοψηφία της βουλής. Την αρχή αυτή εισηγήθηκε το 1875 ο Χαρίλαος Τρικούπης με τον Λόγο του Θρόνου, που… …   Dictionary of Greek

  • κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

  • αίτημα — Ό,τι ζητά κανείς, η απαίτηση. (Μαθημ., Φυσ.) Θεμελιώδης πρόταση που μπορεί με τη βοήθεια υποθέσεων και ορισμών να χρησιμεύσει ως βάση για την οικοδόμηση μιας θεωρίας ή για την εξήγηση μιας σειράς πράξεων ή φαινομένων. Το α., σε αντίθεση με το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»